κυανίτης

κυανίτης
ο
(ορυκτ.) κυανό ή λευκό πυριτικό ορυκτό που σχηματίζεται κατά τη μεταμόρφωση επαφής αργιλούχων ιζημάτων, αλλ. δισθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. cyanite < cyan- < κύανος + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δισθενής ή κυανίτης — Ορυκτό, βασικό πυριτικό άλας του αργιλίου με χημικό τύπο Αl2SiΟ5. Ο δ. κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα. Εμφανίζεται συνήθως με μορφή ταινιωδών συσσωματωμάτων, με γαλαζωπό ή πρασινωπό χρώμα και μαργαριτώδη λάμψη. Έχει ειδικό βάρος 3,5 3,6 και …   Dictionary of Greek

  • τρικλινές σύστημα — Μία από τις 7 υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης των κρυστάλλων. Χαρακτηρίζεται από 3 κρυσταλλογραφικούς άξονες, που σχηματίζουν μεταξύ τους γωνίες διάφορες των 90° και από 3 διαφορετικές μεταξύ τους παραμέτρους. Μοναδικό στοιχείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”